- ἀντιρρητική
- ἀντιρρητικόςcontroversialfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντιρρητική — Κλάδος της θεολογίας που εξετάζει τις διαφορές που παρουσιάζονται ανάμεσα στις διάφορες χριστιανικές εκκλησίες, ελέγχει τις πλάνες των ετερόδοξων και αναιρεί τις ενστάσεις και τις αντιρρήσεις που προβάλλονται από αυτούς, ώστε να αποδεικνύονται η… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Βασίλειος ο Μέγας — (Καισάρεια 330; – 379). Πατέρας, οικουμενικός διδάσκαλος και άγιος της Εκκλησίας. Γόνος ευγενούς οικογένειας, γνωστής για την ευσέβεια και την προσφορά της στην εκκλησία πολλών θεολόγων και εκκλησιαστικών ανδρών, έγινε επίσκοπος Καισαρείας και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
ИОАНН ФУРН — [греч. ᾿Ιωάννης Θουρνῆς] (нач. XII в.), визант. богослов, прот (управляющий мон рями) на св. горе Ганос во Фракии, к северу от античного и средневек. городка Ганос (совр. Газикёй, Турция) на побережье Мраморного м. Участник богословских споров о… … Православная энциклопедия